- ἐπισίτισις
- ἐπισῑτ-ῐσις, εως, ἡ, = sq. 2,A
δέκα ἡμερῶν D.S.20.73
:—also [suff] ἐπισῑτ-ισμα, ατος, τό, Polyaen.3.10.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δέκα ἡμερῶν D.S.20.73
:—also [suff] ἐπισῑτ-ισμα, ατος, τό, Polyaen.3.10.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπισίτισις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισίτισιν — ἐπισίτισις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισίτιση — η (AM ἐπισίτισις) [επισιτώ] προμήθεια τροφών … Dictionary of Greek